- οφθαλμοπάθεια
- ηονομασία κάθε οφθαλμικής πάθησης, αλλ. οφθαλμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθαλμοπάθεια — η ονομασία των παθήσεων του οφθαλμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek